αζόριστος

αζόριστος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που έγινε χωρίς δυσκολία, αβίαστος: Δούλευε άνετα, αζόριστα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αζόριστος — η, ο [ζορίζω] 1. αυτός που γίνεται χωρίς πίεση ή στενοχώρια 2. αυτός που δεν τόν ζορίζουν ή δεν τόν ζόρισαν, αβίαστος, άνετος …   Dictionary of Greek

  • αζόρευτος — η, ο ο αζόριστος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”